δαρόν

δαρόν
δᾱρόν
1 long, for a long time

μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν N. 9.30

τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας Pae. 1.9


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαρόν — δᾱρόν , δηρός long masc acc sg (doric) δᾱρόν , δηρός long neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηρός — δηρός, ά, όν και δωρ. τ. δαρός (Α) 1. μακρός, μακράς διάρκειας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν πάρα πολύ, για πολύν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFa ros. Η ρίζα *δFā «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην*. Η λ. δηρός αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • παρθενεύω — ΜΑ [παρθένος] 1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.) 2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια αρχ. 1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, τής δίνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”